υπερψυχος

υπερψυχος
    ὑπέρψυχος
    ὑπέρ-ψῡχος
    2
    имеющий перевес над душой
    

(σῶμα Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπερψυχος" в других словарях:

  • υπέρψυχος — ον, Α αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από την ψυχή («ὑπέρψυχον σῶμα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμ ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπέρψυχον — ὑπέρψυχος too strong for the soul masc/fem acc sg ὑπέρψυχος too strong for the soul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»